σενεσάλ

σενεσάλ
ο, Ν
άκλ. οικονόμος ή ανώτατος διαχειριστής ενός βασιλικού ή αριστοκρατικού οίκου στη Γαλλία, κατά την περίοδο τού Μεσαίωνα και στις αρχές τών νεώτερων χρόνων μέχρι τη Γαλλική Επανάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. γαλλ. seneschal, λ. γερμανικής προέλευσης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”